- μεσοθωράκιο
- Χώρος της θωρακικής κοιλότητας που ορίζεται πλάγια από τους πνεύμονες με τις αντίστοιχες πλευρές, πίσω από τη σπονδυλική στήλη, μπροστά από το στέρνο και κάτω από το διάφραγμα· προς τα πάνω συνεχίζεται στις κοιλότητες του λαιμού. Η σημαντικότητα της περιοχής οφείλεται στα όργανα που περιλαμβάνει καθώς από μπροστά προς τα πίσω βρίσκονται: επάνω ο θύμος αδένας ή λιπώδες οπισθοστερνικό σώμα (ανάλογα με την ηλικία), κάτω η καρδιά με τον περικαρδιακό ασκό και μετά η τραχεία και οι κύριοι βρόγχοι, με τα αντίστοιχα λεμφογάγγλια, τα μεγάλα πνευμονικά αγγεία, ο οισοφάγος και τα δυο πνευμονογαστρικά νεύρα, η θωρακική αορτή, οι άζυγοι φλέβες, ο θωρακικός πόρος και οι αλυσίδες των γαγγλίων του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Η ακεραιότητα του μ. και του μαλακού κυτταρικού ιστού, που το γεμίζει, είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία των προαναφερθέντων οργάνων. Κάθε παθολογική διεργασία στο μ., ανάλογα με τη φύση της και με την εντόπισή της προκαλεί ένα σύνολο λειτουργικών μεταβολών, που αφορούν κυρίως το κυκλοφορικό σύστημα, αλλά και το αναπνευστικό και τα άλλα όργανα του μ. Η παθολογική εικόνα που παρουσιάζεται από βλάβη στο μ. καλείται σύνδρομο του μ.
μεσοθωρακοσκόπηση. Μέθοδος εξέτασης του κεντρικού τμήματος του θώρακα, μέσω της χρήσης ενός εύκαμπτου σωλήνα παρατήρησης, ο οποίος εισάγεται με χειρουργική τομή στο λαιμό.
* * *τοανατ. η μεσαία περιοχή τού θώρακα η οποία βρίσκεται ανάμεσα στους πνεύμονες, στο στέρνο και στη σπονδυλική στήλη και περιέχει την καρδιά, τα μεγάλα αρτηριακά αγγεία, δηλ. την αορτή και τις πνευμονικές αρτηρίες, τα μεγάλα φλεβικά στελέχη, δηλ. τις κοίλες φλέβες και τις πνευμονικές φλέβες, την τραχεία και τους βρόγχους, καθώς και τον οισοφάγο, τα πνευμονογαστρικά και τα φρενικά νεύρα, το συμπαθητικό στέλεχος και τον θωρακικό πόρο στα οποία χρησιμεύει ως δίοδος μεταξύ κεφαλής και κοιλιάς.
Dictionary of Greek. 2013.